-
1 ὑπο-δέχομαι
ὑπο-δέχομαι (s. δέχομαι), in ion. Prosa ὑποδέ-κομαι, 1) aufnehmen; bes. gastlich aufnehmen, empfangen; ὁ δέ με πρόφρων ὑπέδεκτο Il. 9, 480, u. öfter; ὑπέδεξο Od. 14, 54; τὸν δ' οὐχ ὑποδέξομαι Il. 18, 59; auch πῶς γὰρ δὴ τὸν ξεῖνον ἐγὼν ὑποδέξομαι οἴκῳ, Od. 16, 70; Θέτις δ' ὑπεδέξατο κόλπῳ δειδιότα Il. 6, 136; ὑπέδεκτο μάντιν Pind. N. 10, 8; ξεῖνον P. 9, 9; Hes. Th. 513; ὑπόδεχϑε Callim. 4 (XII, 29); οἰκίοισι (σέ) ὑποδεξάμενος ἔχω Her. 1, 41, vgl. 44; u. Sp., wie Pol. 22, 26, 7. – Auch einen Gesandten od. Schutzsuchenden annehmen, Isocr. 4, 63 Thuc. 5, 83; auch ἱκέτας ὑποδεχϑείς, = ὑποδεξάμενος, Eur. Heracl. 757; ὃν ἀγοραῖς καὶ λιμέσι ὑποδέχεσϑαι χρὴ τοὺς ἄρχοντας Plat. Legg. XII, 952 c; πο-λίτας καὶ ξένους ὑποδέξασϑαι Men. 91 a, u. öfter; – Gehör geben, εὐχάς, die Gebete erhören, Hes. Th. 419; auch τὰς κατὰ τούτων διαβολάς, Lys. 25, 11; – den Feind in der Stadt aufnehmen, Dem. 1, 5; einen Verbannten, 50, 49. – Uebertr., πῆμα ὑπέδεκτό με, Leid nahm mich auf, Od. 14, 275; στυγερὸς κοῖτος ὑπεδέξατό τινα 22, 470; ὑποδέξασϑε δ' ὀπαδοὶ μέλος Aesch. Suppl. 1001, das Lied nehmet auf, um es fortzusetzen; ὡς ἀκλεής νιν δόξα πρὸς ἀνϑρώπων ὑποδέξεται Eur. Heracl. 624. – 2) übernehmen, versprechen; δεῖσαν δ' ὑποδέχϑαι Il. 7, 93; ὁ δέ οἱ πρόφρων ὑπέδεκτο Od. 2, 387; so oft Her., μεγάλα ὑποδεκόμε νον ἐλϑόντι 2, 121, 6, πάντα τὰ ὑπεδέξατο τῷ πα-τρί 3, 69, Δαρεῖος ὑποδεξάμενος ἐπετέλεε 3, 138; mit folgdm inf. fut., H. h. Cer. 443. 460; ὑπεδέκετο ταῦτα ποιήσειν Her. 8, 102, u. öfter; auch ὑμῖν ἐγὼ ὑποδέκομαι οὐ συμμίξειν τοὺς πολεμίους, 6, 11; auch πεντήκοντα τάλαντα ὑποδέδεκτο, sc. δώσειν αὐτῷ, 5, 51; ein Werk, eine Arbeit unternehmen, 9, 21. 22; selten c. inf. praes., ὃς ὑπεδέχετο τοῖς ἀκοντίζουσι τὰ ἀκόντια ἀναιρεῖσϑαι, Antiph. 3 γ 6; ὥςπερ ὑπεδέξω, wie du dich anheischig gemacht hast, Plat. Εryx. 396 e. – Dah. auch auf sich nehmen, ertragen, βίας ὑποδέγμενος ἀνδρῶν Od. 13, 310. 16, 189. – 3) annehmen, genehmigen, billigen, bejahen; ἐπυνϑάνετο, τίς εἴη ὁ Ἀρκεσίλεων ἀποκτείνας, οἱ δὲ Βαρκαῖοι αὐτοὶ ὑποδεκέατο Her. 4, 167, sie nahmen es auf sich, gestanden, daß sie es gewesen seien; εἰρώτα τὴν τέχνην εἰ ἐπίσταιτο· ὁ δ' οὐκ ὑπεδέκετο 3, 130, was 6, 69 dem ἀρνεῖσϑαι entspricht; ἀσμένως τοὺς λόγους 8, 106, die Bedingungen gern annehmen. – 4) aufnehmen, den Angriff des Feindes aushalten, Stand halten; Hes. Sc. 442; Her. 6, 104; Thuc. u. Xen. öfter; ähnl. χειμώνων ἐν τόποις ὑποδεξαμένης αὐτοὺς πολλῆς ῥύσεως ὕδατος Plat. Legg. XII, 944 b; Xen. Cyr. 1, 6, 35; auch vom Jäger, das aufgejagte Wild auffangen, 2, 4, 20. – 5) vom Weibe, empfangen, schwanger werden, Xen. Mem. 2, 2, 5. – 6) dem Range nach folgen, Posidon. bei Ath. IV, 152 b; – auch von unmittelbarer Aufeinanderfolge in örtlicher Beziehung, an einander gränzen, τὸ πρὸς τὴν ἠῶ ϑάλασσα ὑποδέκεται καὶ τενάγεα Her. 7, 176.
-
2 ὑποδέχομαι
ὑπο-δέχομαι, (1) aufnehmen; bes. gastlich aufnehmen, empfangen. Auch einen Gesandten od. Schutzsuchenden annehmen; Gehör geben; εὐχάς, die Gebete erhören; den Feind in der Stadt aufnehmen; einen Verbannten. Übertr., πῆμα ὑπέδεκτό με, Leid nahm mich auf; ὑποδέξασϑε δ' ὀπαδοὶ μέλος, das Lied nehmet auf, um es fortzusetzen; (2) übernehmen, versprechen; ein Werk, eine Arbeit unternehmen; ὥςπερ ὑπεδέξω, wie du dich anheischig gemacht hast. Dah. auch: auf sich nehmen, ertragen; (3) annehmen, genehmigen, billigen, bejahen; ἀσμένως τοὺς λόγους, die Bedingungen gern annehmen; (4) aufnehmen, den Angriff des Feindes aushalten, Stand halten; auch vom Jäger: das aufgejagte Wild auffangen; (5) vom Weibe: empfangen, schwanger werden; (6) dem Range nach folgen; auch von unmittelbarer Aufeinanderfolge in örtlicher Beziehung, an einander grenzen
См. также в других словарях:
υποδέχομαι — ὑποδέχομαι, ΝΜΑ και ιων. τ. ὑποδέκομαι και ὑποδέχνυμαι, Α 1. δέχομαι, συγκεντρώνω κάτι που πέφτει ή που ρέει από πάνω (α. «η δεξαμενή υποδέχεται τα λύματα τού εργοστασίου» β. «ἀγγεῑον τὸ μέλλον ὑποδέξεσθαι τὸ ὕδωρ», Ήρων) 2. δέχομαι με… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek